- κοπάσαντος
- κοπάζωgrow wearyaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπάζω — (ΑM κοπάζω) [κόπος] καταπαύω, λιγοστεύω, ησυχάζω, εξασθενώ, ξεθυμαίνω (α. «κόπασε λίγο ο αέρας και έτσι μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο θυμός του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η πυρκαγιά» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῡ πολέμου», ΠΔ … Dictionary of Greek